- μοναύλῳ
- μόναυλοςplayer on the single flutemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοναυλώ — μοναυλῶ, έω (Α) [μόναυλος] παίζω μονωδία με αυλό ή παίζω τον μόναυλο («ἀνὴρ Λίβυς ἐπιδεικνύμενος ὄρχησιν ἅμα καὶ μοναυλῶν θαύματος ἀξίως», Πλούτ.) … Dictionary of Greek